κατασχετήριος

κατασχετήριος
-α, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατάσχεση.
2. το ουδ. ως ουσ., κατασχετήριο το έγγραφο με το οποίο διατάζεται η κατάσχεση: Έλαβε το κατασχετήριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατασχετήριος — α, ο, θηλ. και ος 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατάσχεση 2. το ουδ. ως ουσ. το κατασχετήριο(ν) α) το έγγραφο με το οποίο διατάσσεται κατάσχεση β) ένταλμα συλλήψεως κατηγορουμένου που απουσιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάσχω. Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • κατασχετήριο(ν) — το βλ. κατασχετήριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”