- κατασχετήριος
- -α, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατάσχεση.2. το ουδ. ως ουσ., κατασχετήριο το έγγραφο με το οποίο διατάζεται η κατάσχεση: Έλαβε το κατασχετήριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.